ἡμιαρούριον

ἡμιαρούριον
ἡμι-ᾰρούριον, τό,
A half an aroura, BGU417 (ii/iii A.D.); as a measure, produce of half an aroura, χόρτου ἡ. PSI4.368 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημιαρούριον — ἡμιαρούριον, το (Α) πάπ. 1. (για έκταση γης) το ήμισυ αρούρας*, το μισό καλλιεργημένου αγρού 2. (ως μέτρο) το προϊόν, η παραγωγή τού ημιαρουρίου («χόρτου ἡμιαρούριον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αρούριον, υποκορ. τού άρουρα] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”